διανίστημι: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾱνίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]], Διον. Ἁλ. 4. 2· [[ἀνιδρύω]], ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, [[νύκτωρ]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], τινὸς Θουκ. 4. 128. | |lstext='''διᾱνίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]], Διον. Ἁλ. 4. 2· [[ἀνιδρύω]], ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, [[νύκτωρ]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], τινὸς Θουκ. 4. 128. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαναστήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire lever, relever;<br /><b>II.</b> <i>intr. (ao.2</i> [[διανέστην]], <i>pf.</i> διανέστηκα ; <i>Moy.</i> διανίσταμαι, <i>f.</i> διαναστήσομαι, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> se relever;<br /><b>2</b> s’écarter de (ses intérêts), gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -στήσω,
A awaken, rouse, D.H.4.2, J.AJ6.13.9; raise up, opp. καταβάλλω, Ph.1.669:—Med., fut. -στήσομαι, restore, D.H.3.20. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., stand up, rise, νύκτωρ Arist.Oec.1345a16; spring up from ambush, Plb.3.74.1, cf. PPetr.2p.59 (iii B.C.), D.S.10.1, Plu.2.596a, etc. 2 stand aloof from, depart from, τινός Th.4.128. 3 form factions, περὶ σπουδὰς ὀρχηστῶν Plu.2.487f.
German (Pape)
[Seite 592] (s. ἵστημι), aufstellen, aufrichten; D. Hal. 4, 2; übertr., τὸ φρόνημα τῆς πόλεως τεταπεινωμένον 6, 12, u. a. Sp. – Med. nebst perf. u. aor. II. act. aufstehen, dazwischen od. sich entfernend von etwas, z. B. τῶν ἀναγκαίων συμφόρων διαναστάς, von seinem natürlichen Interesse abtrünnig, Thuc. 4, 128; ἐκ τῆς ἐνέδρας Pol. 3, 74, 1; zum Angriff, 5, 13, 6; vom Schlafe, Luc. Gall. 29; Plut.; dazwischen aufstehen, Apolld. 2, 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱνίστημι: μέλλ. -στήσω, ἀνεγείρω, Διον. Ἁλ. 4. 2· ἀνιδρύω, ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, νύκτωρ Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, τινὸς Θουκ. 4. 128.
French (Bailly abrégé)
f. διαναστήσω, etc.
I. tr. faire lever, relever;
II. intr. (ao.2 διανέστην, pf. διανέστηκα ; Moy. διανίσταμαι, f. διαναστήσομαι, etc.);
1 se relever;
2 s’écarter de (ses intérêts), gén..
Étymologie: διά, ἀνίστημι.