διασκευή: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκευή''': ἡ, ὡς τὸ [[σκευή]], [[στολή]], ἐνδυμασία, Πολύβ. 8, 31, 7, κτλ. ΙΙ. διασκευαί, φράσεις ὑπερβολικαὶ πρὸς ἔκπληξιν τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. 15. 34, 1. ΙΙΙ. νέα [[ἔκδοσις]] ἢ ἐπιδιόρθωσις, [[ἐπεξεργασία]] ἔργου τινός, Ἀθήν. 110Β.
|lstext='''διασκευή''': ἡ, ὡς τὸ [[σκευή]], [[στολή]], ἐνδυμασία, Πολύβ. 8, 31, 7, κτλ. ΙΙ. διασκευαί, φράσεις ὑπερβολικαὶ πρὸς ἔκπληξιν τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. 15. 34, 1. ΙΙΙ. νέα [[ἔκδοσις]] ἢ ἐπιδιόρθωσις, [[ἐπεξεργασία]] ἔργου τινός, Ἀθήν. 110Β.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />équipement, habillement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκευή]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκευή Medium diacritics: διασκευή Low diacritics: διασκευή Capitals: ΔΙΑΣΚΕΥΗ
Transliteration A: diaskeuḗ Transliteration B: diaskeuē Transliteration C: diaskevi Beta Code: diaskeuh/

English (LSJ)

ἡ,

   A construction, Aristeas 64, al.    II equipment, δ. νομαδική Plb.8.29.7; δ. πολεμική D.S.4.38; furniture or vessels, τῆς σκηνῆς LXXEx.31.7, cf. Plb.30.26.3, Agatharch.8(pl.).    III rhetorical elaboration of a topic, Hermog. Inv.3.15; ποιεῖσθαι τὰς δ. τῶν μύθων Jul.Or.7.205b.    2 διασκευαί set phrases, Plb.15.34.1.    IV new edition or recension of a work, Aristeas310, Ath.3.110b(pl.).    V = ἀνασκευή, δ. καὶ χλευασμὸς τοῦ διδασκαλείου Porph.VP53.    VI theatrical performance, κωμῳδίαι καὶ δ. D.Chr.32.94.

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, 1) Zubereitung, Anzug, νομαδική, Pol. 8, 31, 7; Ausschmückung der Rede, Uebertreibung, καὶ τερατεῖαι, 15, 34. – 2) die Ueberarbeitung, Ath. III. 110 b; Interpolation, Schol. Il. 16, 97.

Greek (Liddell-Scott)

διασκευή: ἡ, ὡς τὸ σκευή, στολή, ἐνδυμασία, Πολύβ. 8, 31, 7, κτλ. ΙΙ. διασκευαί, φράσεις ὑπερβολικαὶ πρὸς ἔκπληξιν τῶν ἀκροατῶν, ὁ αὐτ. 15. 34, 1. ΙΙΙ. νέα ἔκδοσις ἢ ἐπιδιόρθωσις, ἐπεξεργασία ἔργου τινός, Ἀθήν. 110Β.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
équipement, habillement.
Étymologie: διά, σκευή.