Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διατηρέω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατηρέω''': φυλάττω [[μετὰ]] προσοχῆς, [[προσέχω]], Πλάτ. Νόμ. 836C, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 3, κτλ.· δ. μή τι πάθωσι Δημ. 115. 26. 2) τηρῶ πιστῶς, διαφυλάττω, δ. ἐλευθερίαν ὁ αὐτ. 290. 10· τὴν τάξιν, [[ψήφισμα]] παρὰ τῷ αὐτῷ, 238. 9· τοὺς νόμους Αἰσχίν. 54. 28· τὸ [[πρέπον]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 1· τὰ τοῦ βίου δίκαια Μένανδ. Ἀδήλ. 132. 3) φυλάττω κατὰ τὴν διάρκειαν χρόνου τινός, [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7. 3· ἀβλαβὲς δ. Πολύβ. 7. 8, 7· ― δ. τὸν πόλεμον Πλούτ. Δίωνι 33. 4) δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος, φυλάττειν ἑαυτὸν ἀπὸ…, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29.
|lstext='''διατηρέω''': φυλάττω [[μετὰ]] προσοχῆς, [[προσέχω]], Πλάτ. Νόμ. 836C, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 3, κτλ.· δ. μή τι πάθωσι Δημ. 115. 26. 2) τηρῶ πιστῶς, διαφυλάττω, δ. ἐλευθερίαν ὁ αὐτ. 290. 10· τὴν τάξιν, [[ψήφισμα]] παρὰ τῷ αὐτῷ, 238. 9· τοὺς νόμους Αἰσχίν. 54. 28· τὸ [[πρέπον]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 1· τὰ τοῦ βίου δίκαια Μένανδ. Ἀδήλ. 132. 3) φυλάττω κατὰ τὴν διάρκειαν χρόνου τινός, [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7. 3· ἀβλαβὲς δ. Πολύβ. 7. 8, 7· ― δ. τὸν πόλεμον Πλούτ. Δίωνι 33. 4) δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος, φυλάττειν ἑαυτὸν ἀπὸ…, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> conserver avec soin <i>ou</i> jusqu’au bout, <i>d’où</i><br /><b>1</b> maintenir fidèlement, acc.;<br /><b>2</b> continuer avec persévérance, persister dans : τὸν πόλεμον PLUT poursuivre la guerre;<br /><b>II.</b> observer avec soin, surveiller : [[τι]] qch ; δ. [[μή]] [[τι]] πάθωσι DÉM veiller avec soin à ce qu’ils n’éprouvent aucun mal.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τηρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατηρέω Medium diacritics: διατηρέω Low diacritics: διατηρέω Capitals: ΔΙΑΤΗΡΕΩ
Transliteration A: diatēréō Transliteration B: diatēreō Transliteration C: diatireo Beta Code: diathre/w

English (LSJ)

Boeot. δια-τᾱρέω Supp.Epigr.1.132.8 (ii B. C.), but Dor. δια-τηρέω SIG541A4:—

   A watch closely, observe, Pl.Lg.836d (v.l.), Arist. HA612b28; δ. μή τι πάθωσι D.9.20.    2 maintain, τὴν ἐλευθερίαν Decr. ap. D.18.184; τὴν τάξιν Decr.ib.37; τὸ πρέπον Arist.EN1178a13; τὰ τοῦ βίου δίκαια Men.637; τὴν πόλιν καὶ τὴν ἑαυτῶν πίστιν Plb.1.7.7; τὴν εὔνοιαν IG12(7).506; τὴν ἀφθαρσίαν Phld.D.3Fr.19, etc.:—Med., -εῖται τὸν καιρόν observes, ib.Fr.77:—Pass., ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει Aeschin.3.6; ἀλειτούργητος -τηρείσθω ἡ θεία φύσις Epicur.Ep.2p.42U.    3 with predicates, βοῦς ἐννέα ἔτη δ. ἀνοχεύτους Arist.HA595b18; ἀβλαβές δ. Plb.7.8.7; ἀφλυκταίνωτα δ. τὰ μέρη Dsc.5.156; δ. τὸν πόλεμον Plu.Dio33.    4 δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος keep oneself from... Act.Ap.15.29.

German (Pape)

[Seite 606] 1) bewahren, erhalten; τὴν τάξιν Dem. 18, 37; νόμους Aesch. 3, 6; τῇ πατρίδι τὴν εἰρήνην Pol. 7, 8, 4, u. öfter; auch πόλεμον, fortsetzen, Plut. Dion. 33. – 2) genau auf etwas achten, μή τι πάθωσι Dem. 9, 20; beachten, τί, Plat. Legg. VIII, 836 c.

Greek (Liddell-Scott)

διατηρέω: φυλάττω μετὰ προσοχῆς, προσέχω, Πλάτ. Νόμ. 836C, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 3, κτλ.· δ. μή τι πάθωσι Δημ. 115. 26. 2) τηρῶ πιστῶς, διαφυλάττω, δ. ἐλευθερίαν ὁ αὐτ. 290. 10· τὴν τάξιν, ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ, 238. 9· τοὺς νόμους Αἰσχίν. 54. 28· τὸ πρέπον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 1· τὰ τοῦ βίου δίκαια Μένανδ. Ἀδήλ. 132. 3) φυλάττω κατὰ τὴν διάρκειαν χρόνου τινός, βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7. 3· ἀβλαβὲς δ. Πολύβ. 7. 8, 7· ― δ. τὸν πόλεμον Πλούτ. Δίωνι 33. 4) δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος, φυλάττειν ἑαυτὸν ἀπὸ…, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. conserver avec soin ou jusqu’au bout, d’où
1 maintenir fidèlement, acc.;
2 continuer avec persévérance, persister dans : τὸν πόλεμον PLUT poursuivre la guerre;
II. observer avec soin, surveiller : τι qch ; δ. μή τι πάθωσι DÉM veiller avec soin à ce qu’ils n’éprouvent aucun mal.
Étymologie: διά, τηρέω.