διαφοιτάω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφοιτάω''': Ἰων. -έω, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι συνεχῶς, Ἡρόδ. 1. 60, 186· διὰ τῆς χώρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 557· δ. τῆς Ἰταλίας Πλούτ. Καίσ. 33·- ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Φαβ. 8, κτλ. | |lstext='''διαφοιτάω''': Ἰων. -έω, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι συνεχῶς, Ἡρόδ. 1. 60, 186· διὰ τῆς χώρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 557· δ. τῆς Ἰταλίας Πλούτ. Καίσ. 33·- ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Φαβ. 8, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διαφοιτήσω;<br />aller de côté et d’autre, parcourir : χώρας PLUT un pays ; <i>fig.</i> se répandre <i>en parl. d’un bruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. part.
A ζαφοίταισ' Sapph.Supp.25.15:—wander, roam, l.c., Hdt.1.60; go backwards and forw ards, ib.186; of hounds on the scent, X.Cyn.3.3; δ. διὰ τῆς χώρας Ar.Av.557; ἀν' ἐρῆμον δρίος prob. in Lyr.Alex.Adesp.7.2; δ. τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33: c. acc., διαφοιτῶντες [τὸ ζεῦγμα] Philostr.Im.2.17; οἰμωγὴ δ. τὸν στρατόν Id.Her.19.12; of a report, spread, εἰς Πώμην Plu.Fab.8, cf. Luc.Alex.7, Hdn.1.4.8, etc. II permeate, ψυχὴ διαπεφοιτηκυῖα (sc. σώματος) Plot.1.1.4, cf. M.Ant.8.54; [δημιουργὸς] τῆς ὅλης [τῆς ὕλης] διαπεφοιτηκώς Gal.4.561.
German (Pape)
[Seite 611] ion. διαφοιτέω, auseinander gehen, sich überall hin verbreiten, umherschweifen; Her. 1, 60; Xen. Cyr. 6, 2, 12; διὰ τῆς χώρας Ar. Av. 557; τῆς Ἰταλίας Plut. Caes. 33; μῦθος, λόγος διεφοίτησε, verbreitete sich, Luc. Nigr. 7, 10; Plut. Fab. 8, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαφοιτάω: Ἰων. -έω, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι συνεχῶς, Ἡρόδ. 1. 60, 186· διὰ τῆς χώρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 557· δ. τῆς Ἰταλίας Πλούτ. Καίσ. 33·- ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Φαβ. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διαφοιτήσω;
aller de côté et d’autre, parcourir : χώρας PLUT un pays ; fig. se répandre en parl. d’un bruit.
Étymologie: διά, φοιτάω.