διθάλασσος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διθάλασσος''': Ἀττ. -ττος, ον, διῃρημένος εἰς δύο θαλάσσας, ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, Στράβων 124, πρβλ. Διον. Π. 156. ΙΙ. ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν, [[ἔνθα]] δύο θάλασσαι συναντῶνται, ὡς [[συχνάκις]] γίνεται ἔξω ἀκρωτηρίων ἢ προέχοντος μέρους τῆς ξηρᾶς, Πράξ. Ἀποστ. κζ', 41· βραχέα καὶ διθάλασσα, ῥηχὰ μέρη καὶ [[ἕνωσις]] τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, ἐν ταῖς Σύρτεσι, Δίων Χρ. Λόγ. 5. | |lstext='''διθάλασσος''': Ἀττ. -ττος, ον, διῃρημένος εἰς δύο θαλάσσας, ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, Στράβων 124, πρβλ. Διον. Π. 156. ΙΙ. ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν, [[ἔνθα]] δύο θάλασσαι συναντῶνται, ὡς [[συχνάκις]] γίνεται ἔξω ἀκρωτηρίων ἢ προέχοντος μέρους τῆς ξηρᾶς, Πράξ. Ἀποστ. κζ', 41· βραχέα καὶ διθάλασσα, ῥηχὰ μέρη καὶ [[ἕνωσις]] τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, ἐν ταῖς Σύρτεσι, Δίων Χρ. Λόγ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> baigné par deux mers;<br /><b>2</b> qui se partage en deux mers;<br /><b>3</b> où se rencontrent deux courants <i>en parl. des Syrtes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[θάλασσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. διθάλαττος [θᾰ], ον,
A divided into two seas, of the Euxine, Str.2.5.22, cf. D.P.156; of the Atlantic, Str.1.1.8. II between two seas, where two seas meet, as is often the case off a headland, Act.Ap.27.41; βραχέα καὶ διθάλαττα shallows and meetings of currents, in the Syrtes, D.Chr.5.9.
Greek (Liddell-Scott)
διθάλασσος: Ἀττ. -ττος, ον, διῃρημένος εἰς δύο θαλάσσας, ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, Στράβων 124, πρβλ. Διον. Π. 156. ΙΙ. ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν, ἔνθα δύο θάλασσαι συναντῶνται, ὡς συχνάκις γίνεται ἔξω ἀκρωτηρίων ἢ προέχοντος μέρους τῆς ξηρᾶς, Πράξ. Ἀποστ. κζ', 41· βραχέα καὶ διθάλασσα, ῥηχὰ μέρη καὶ ἕνωσις τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, ἐν ταῖς Σύρτεσι, Δίων Χρ. Λόγ. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 baigné par deux mers;
2 qui se partage en deux mers;
3 où se rencontrent deux courants en parl. des Syrtes.
Étymologie: δίς, θάλασσα.