πολυδίψιος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).
|lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δίψα]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδίψιος Medium diacritics: πολυδίψιος Low diacritics: πολυδίψιος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΨΙΟΣ
Transliteration A: polydípsios Transliteration B: polydipsios Transliteration C: polydipsios Beta Code: poludi/yios

English (LSJ)

ον, (δίψα)

   A very thirsty, of ill-watered countries, Ἄργος Il.4.171, Q.S.3.570. (Expld. as = πολυπόθητος by Str.8.6.7, Ath.10.433e; Str.also suggests πολυΐψιος (fr. ἴπτω), much-destroyed.)

German (Pape)

[Seite 662] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; Ἄργος, Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = πολυπόθητος, wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδίψιος: -ον, (δίψα) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ πολυπόθητος, ὁ σφόδρα ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. μάλιστα προτείνει πολυΐψιος (ἐκ τοῦ ἴπτω), λίαν καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν ὅμως τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν ὕδωρ ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.
Étymologie: πολύς, δίψα.