διπλόη: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλόη''': ἡ, [[πτυχή]], δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ [[ῥαφή]], συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· [[σύνδεσμος]], ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν [[ὁμοῦ]] ἐσφυρηλατημένων, [[πτυχή]], Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, [[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιλογία]], Πλούτ. 2. 441D· [[ἀσάφεια]], [[αὐτόθι]] 407C. ΙΙΙ. τὸ [[κέντρον]] τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4. | |lstext='''διπλόη''': ἡ, [[πτυχή]], δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ [[ῥαφή]], συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· [[σύνδεσμος]], ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν [[ὁμοῦ]] ἐσφυρηλατημένων, [[πτυχή]], Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, [[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιλογία]], Πλούτ. 2. 441D· [[ἀσάφεια]], [[αὐτόθι]] 407C. ΙΙΙ. τὸ [[κέντρον]] τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />toute chose double <i>ou</i> qui paraît partagée en deux, <i>d’où</i><br /><b>1</b> aiguillon du scorpion;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> repli (de l’âme, <i>etc.</i>) ; duplicité ; double sens, ambiguïté.<br />'''Étymologie:''' [[διπλόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fold, doubling, Gal.2.710: but usu., II porous substance between the double plates in the bones in the skull, Hp.VC1, 17, Heliod. ap. Orib.46.9.4, Ruf.Onom.135: generally, spongy core of bone, Paul.Aeg.6.77; also, tissue between layers of intestine, Aret. SD2.9: hence, 2 weak spot, flaw in metal, Pl.Sph.267e, Ph. Bel.71.28, Plu.2.802b: metaph., αἱ δ. τῆς ψυχῆς ib. 715f, cf. 441d; 'patchiness', Plot.5.2.1; also, concealed sense, in oracles, Plu.2.407c. III hollow sting of the scorpion, Ael.NA9.4.
Greek (Liddell-Scott)
διπλόη: ἡ, πτυχή, δίπλα, «διπλωματιά», τοῦ χιτῶνος Πισίδ. παρὰ Σουΐδ.· ἡ ῥαφή, συναρμογὴ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, ἴδε Foës. Οἰκον.· σύνδεσμος, ὡς ἐπὶ δύο πλακῶν σιδηρῶν ὁμοῦ ἐσφυρηλατημένων, πτυχή, Πλάτ. Σοφ. 267Ε, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Β· αἱ δ. τῆς ψυχῆς αὐτόθι 715F, ἴδε Ruhnk. Τιμ. ΙΙ. μεταφ., διπλότης, ἀμφιβολία, ἀμφιλογία, Πλούτ. 2. 441D· ἀσάφεια, αὐτόθι 407C. ΙΙΙ. τὸ κέντρον τοῦ σκορπίου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 4.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
toute chose double ou qui paraît partagée en deux, d’où
1 aiguillon du scorpion;
2 fig. repli (de l’âme, etc.) ; duplicité ; double sens, ambiguïté.
Étymologie: διπλόος.