πόσθη: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόσθη''': ἡ, (ἴδε [[πέος]]) τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ [[ἀκροβυστία]], Διοσκ. 4. 157· ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, ([[πόσθη]]) [[κυρίως]] ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ [[λέξις]] ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, [[κωραλίσκος]].
|lstext='''πόσθη''': ἡ, (ἴδε [[πέος]]) τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ [[ἀκροβυστία]], Διοσκ. 4. 157· ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, ([[πόσθη]]) [[κυρίως]] ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ [[λέξις]] ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, [[κωραλίσκος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πέος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσθη Medium diacritics: πόσθη Low diacritics: πόσθη Capitals: ΠΟΣΘΗ
Transliteration A: pósthē Transliteration B: posthē Transliteration C: posthi Beta Code: po/sqh

English (LSJ)

ἡ,

   A membrum virile, Id.Nu.1014.    II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: DELG v. πέος.