τοξάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, ([[τόξον]])· ἀποθ., [[τοξεύω]], ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ῥίπτω]] [[βέλος]], [[τοξεύω]] [[πρός]] τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοξεύω]].
|lstext='''τοξάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, ([[τόξον]])· ἀποθ., [[τοξεύω]], ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ῥίπτω]] [[βέλος]], [[τοξεύω]] [[πρός]] τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[τοξεύω]].
}}
{{bailly
|btext=tirer de l’arc : τινος contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξάζομαι Medium diacritics: τοξάζομαι Low diacritics: τοξάζομαι Capitals: ΤΟΞΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: toxázomai Transliteration B: toxazomai Transliteration C: toksazomai Beta Code: toca/zomai

English (LSJ)

(τόξον)

   A shoot with a bow, Od.8.220,228: c. gen. objecti, shoot at, εἰ καὶ . . τοξαζοίατο φωτῶν ib.218; κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι 22.27: later c. acc., τ. θῆρας Opp.C.4.54.—Poet. word, for which τοξεύω is usual in Prose, but τοξάζω (Act.) occurs in Heraclit. All.13.

German (Pape)

[Seite 1127] mit dem Bogen schießen, Od.; wonach, τινός, 8, 218; τοξάσσεται, 22, 27; τοξάσσαιτο, 22, 78.

Greek (Liddell-Scott)

τοξάζομαι: μέλλ. -άσομαι, (τόξον)· ἀποθ., τοξεύω, ὅτι τοξαζοίμεθ’ Ἀχαιοί, «εὐστόχως τοξεύοιμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 220, 228· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ῥίπτω βέλος, τοξεύω πρός τινα, εἰ καί... τοξαζοίατο φωτῶν Θ. 218, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι Χ. 27· ὁ Ὀππ. ἔχει τὴν αἰτ., τοξάζεσθαι θῆρας Κυνηγ. 4. 54. - Ῥῆμα ποιητ. ἀνθ’ οὗ παρὰ τοῖς πεζογράφοις εἶναι ἐν χρήσει τὸ τοξεύω.

French (Bailly abrégé)

tirer de l’arc : τινος contre qqn.
Étymologie: τόξον.