διαφερόντως: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφερόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ [[διαφέρω]], [[διαφόρως]] ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, [[διαφερόντως]] ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) [[μετὰ]] γεν.,[[διαφερόντως]] τῶν ἄλλων, [[ὑπὲρ]] τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., [[διαφόρως]], κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· δ. ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D. | |lstext='''διαφερόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ [[διαφέρω]], [[διαφόρως]] ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, [[διαφερόντως]] ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) [[μετὰ]] γεν.,[[διαφερόντως]] τῶν ἄλλων, [[ὑπὲρ]] τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., [[διαφόρως]], κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· δ. ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> différemment, autrement : [[διαφερόντως]] ἤ autrement que, différemment de;<br /><b>2</b> à un degré différent ; <i>abs.</i> avant tout, surtout, particulièrement.<br /><i><b>Étym.</b> part. prés. de</i> [[διαφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. pres. part. Act. of διαφέρω,
A differently from, δ. ἤ .., Lys.31.20, Pl.R.538b, Phd.85b. 2 c. gen., δ. τῶν ἄλλων above all others, Id.Cri.52b; πάντων δ. προθυμότατος Th.8.68. II abs., differently, in different ways or degrees, Arist.EN1098a29, Pol. 1260a11, Hierocl. in CA7p.430M. 2 especially, pre-eminently, Th.1.38, etc.; δ. ἧττον πολύ Pl.Lg.862d.
German (Pape)
[Seite 610] verschieden, auf andere Weise als –; δ. ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. Phaed. 85 b; δ. ἔχει ἤ Rep. V, 455 c; vgl. Xen. Mem. 3, 8, 5; auf eine ganz ausgezeichnete Weise, vorzüglich; δ. ἀδικούμενοι Thuc. 1, 38; besonders, am häufigsten vor adject.; δ. εὐδαίμων Plat. Rep. IV 420 b; δ. ἧττον, weit weniger, Lgg. IX, 862 c, u. öfter; δ. σώφρων Arist. Nic. 10, 2, 1; – δ. τῶν ἄλλων, vor allen Uebrigen, z. B. ἀρέσκει Plat. Crit. 53 a.
Greek (Liddell-Scott)
διαφερόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ διαφέρω, διαφόρως ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, διαφερόντως ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) μετὰ γεν.,διαφερόντως τῶν ἄλλων, ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., διαφόρως, κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· δ. ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 différemment, autrement : διαφερόντως ἤ autrement que, différemment de;
2 à un degré différent ; abs. avant tout, surtout, particulièrement.
Étym. part. prés. de διαφέρω.