δρομάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρομάς''': -άδος, ὁ, ἡ, [[δρομαῖος]], τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· [[ἄμπυξ]] δρ., ὁ [[ταχέως]] περιστρεφόμενος [[κύκλος]], Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ [[φοιτάς]], ἀγρίως περιπλανώμενος, [[μανιώδης]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, [[οἷον]] θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3.
|lstext='''δρομάς''': -άδος, ὁ, ἡ, [[δρομαῖος]], τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· [[ἄμπυξ]] δρ., ὁ [[ταχέως]] περιστρεφόμενος [[κύκλος]], Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ [[φοιτάς]], ἀγρίως περιπλανώμενος, [[μανιώδης]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, [[οἷον]] θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>adj.</i><br />qui court ; δρομὰς [[κάμηλος]] PLUT dromadaire <i>litt.</i> chameau coureur ; [[ἄμπυξ]] [[δρομάς]] SOPH l’essieu agile, <i>càd</i> la roue d’Ixion.<br />'''Étymologie:''' R. Δραμ, courir.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομάς Medium diacritics: δρομάς Low diacritics: δρομάς Capitals: ΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: dromás Transliteration B: dromas Transliteration C: dromas Beta Code: droma/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A running, πρός δ' ἔβαν δρομὰς ἐξ οἴκων E.Supp.1000 (lyr.); ἄντυξ δ. the whirling wheel, S. Ph.678 (lyr.); ὁλκάδες Ar.Fr.420; δ. κάμηλος dromedary, D.S.19.37, Str.15.2.10, J.AJ6.14.6, Plu.Alex.31: also with a neut., δρομάδι κώλῳ E.Hel.1301 (lyr.); δρομάσι βλεφάροις Id.Or.837 (lyr.).    2 wildly roaming, frantic, Ναΐς, παρθένος, Id.Hipp.549 (lyr.), Tr.42; Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121.    II of certain fish, migratory, Arist.HA488a6.    III street-walker, Phryn. Com.33.

German (Pape)

[Seite 667] άδος, gew. fem., aber auch δρομάσι βλεφάροις, Eur. Or. 835; Φρύγες, Or. 1416; δρομάδι κώλῳ, Hel. 1317; laufend, umherschweifend; ἄμπυξ, vom Rade des Ixion, Soph. Phil. 674; κύνες, Eur. Bacch. 730; vgl. Suppl. 1000; auch ἡ δρομάς substantivisch für φοιβάς, die begeisterte Prophetin, Tr. 42; vgl. Hipp. 549; δρομάδες ὁλκάδες, Ar. bei Poll. 1, 83; κάμηλοι, Plut. Alex. 31; D. Sic. 19, 37. Bei Arist. H. A. 1, 1 von Fischen, wie 6, 17. Von geilen Frauen, läufisch, Phryn. com. bei Poll. 7, 203.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάς: -άδος, ὁ, ἡ, δρομαῖος, τρέχων, προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων Εὐρ. Ἱκ. 1000· ἄμπυξ δρ., ὁ ταχέως περιστρεφόμενος κύκλος, Σοφ. Φ. 680· ἐπὶ πλοίων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 375· ― ὡσαύτως μετ’ οὐδετ., δρομάδι κώλῳ Εὐρ. Ἑλ. 1301· δρομάσι βλεφάροις ὁ αὐτ. Ὀρ. 837· 2) ὡς τὸ φοιτάς, ἀγρίως περιπλανώμενος, μανιώδης, ὁ αὐτ. Ἱππ. 549, Τρῳ. 42. ΙΙ. εἴδη τινὰ ἰχθύων, οἷον θύννοι, πηλαμύδες, ἀμίαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 24. ΙΙΙ. ὁ περιτρέχων τὰς ὁδούς, περὶ πόρνης, Λατ. currax, Φρύν. Κωμ. Μουσ. 3.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ, τό)
adj.
qui court ; δρομὰς κάμηλος PLUT dromadaire litt. chameau coureur ; ἄμπυξ δρομάς SOPH l’essieu agile, càd la roue d’Ixion.
Étymologie: R. Δραμ, courir.