δίφθογγος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίφθογγος''': -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· [[δίφθογγος]], ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ [[δίφθογγος]]· [[ἐντεῦθεν]] διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, [[γράφω]] διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85. | |lstext='''δίφθογγος''': -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· [[δίφθογγος]], ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ [[δίφθογγος]]· [[ἐντεῦθεν]] διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, [[γράφω]] διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui a deux sons;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qui consiste en un son double ; ἡ [[δίφθογγος]] ([[συλλαβή]]) diphtongue.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[φθόγγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with two sounds, γραφή Tz.H.5.694: δίφθογγος, ἡ, diphthong, D.T.639.15, A.D.Adv.128.8, al.: later δίφθογγον, τό, Hdn.Epim.245.
German (Pape)
[Seite 645] doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
δίφθογγος: -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· δίφθογγος, ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ δίφθογγος· ἐντεῦθεν διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, γράφω διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui a deux sons;
2 t. de gramm. qui consiste en un son double ; ἡ δίφθογγος (συλλαβή) diphtongue.
Étymologie: δίς, φθόγγος.