δρυοκολάπτης: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρυοκολάπτης''': -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. [[τρία]] εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- [[ὡσαύτως]] [[δρυκολάπτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15. | |lstext='''δρυοκολάπτης''': -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. [[τρία]] εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- [[ὡσαύτως]] [[δρυκολάπτης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pivert, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]], [[κολάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρῠοκόλαψ, Hsch.
A s.v. ἵπτα (prob. l.); δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.