ἐκκολάπτω: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]]. | |lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> enlever en frappant à petits coups;<br /><b>2</b> faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d’un œuf (qu’on vient de casser) un petit encore sans plumes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κολάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A erase, obliterate, τὸ ἐλεγεῖον Th.1.132 ; τὸ ψήφισμα D.57.64 ; τῆς ἐπιγραφῆς any part of.., CIG(add.)4224d (Anticragus), cf. Aristid.1.425J. II peck the chick out of the egg, hatch, Arist. HA618a13 ; ἐ. τοὺς ἀνθρώπους Luc.VH1.22 ; ἧπαρ Id.Prom.9 :— Pass.,Arist.HA562a14 ; ᾠὸν ἐκκεκολαμμένον empty egg-shell, Thphr. HP3.16.4 ; of a seam of ore, Gal.12.239.
German (Pape)
[Seite 764] ausschlagen, auskratzen; ψήφισμα Dem. 57, 24, das in Stein Gehauene vertilgen, wie τὸ ἐλεγεῖον ἀπὸ τοῦ τρίποδος Thuc. 1, 132; ᾠά, eigtl. auspicken, d. i. ausbrüten, Arist. H. A. 6, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκολάπτω: μέλλ. -ψω, ἀποξέω, ἐξαλείφω, διαγράφω, τὸ ἐλεγεῖον Θουκ. 1. 132· τὸ ψήφισμα Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, μέρος τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν ὅπως ἐξέλθῃ ὁ νεοσσός, «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. ἐκγλύφω, ἐκλεπίζω.
French (Bailly abrégé)
1 enlever en frappant à petits coups;
2 faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d’un œuf (qu’on vient de casser) un petit encore sans plumes.
Étymologie: ἐκ, κολάπτω.