ἐκκολάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]].
|lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enlever en frappant à petits coups;<br /><b>2</b> faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d’un œuf (qu’on vient de casser) un petit encore sans plumes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κολάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκολάπτω Medium diacritics: ἐκκολάπτω Low diacritics: εκκολάπτω Capitals: ΕΚΚΟΛΑΠΤΩ
Transliteration A: ekkoláptō Transliteration B: ekkolaptō Transliteration C: ekkolapto Beta Code: e)kkola/ptw

English (LSJ)

   A erase, obliterate, τὸ ἐλεγεῖον Th.1.132 ; τὸ ψήφισμα D.57.64 ; τῆς ἐπιγραφῆς any part of.., CIG(add.)4224d (Anticragus), cf. Aristid.1.425J.    II peck the chick out of the egg, hatch, Arist. HA618a13 ; ἐ. τοὺς ἀνθρώπους Luc.VH1.22 ; ἧπαρ Id.Prom.9 :— Pass.,Arist.HA562a14 ; ᾠὸν ἐκκεκολαμμένον empty egg-shell, Thphr. HP3.16.4 ; of a seam of ore, Gal.12.239.

German (Pape)

[Seite 764] ausschlagen, auskratzen; ψήφισμα Dem. 57, 24, das in Stein Gehauene vertilgen, wie τὸ ἐλεγεῖον ἀπὸ τοῦ τρίποδος Thuc. 1, 132; ᾠά, eigtl. auspicken, d. i. ausbrüten, Arist. H. A. 6, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκολάπτω: μέλλ. -ψω, ἀποξέω, ἐξαλείφω, διαγράφω, τὸ ἐλεγεῖον Θουκ. 1. 132· τὸ ψήφισμα Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, μέρος τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν ὅπως ἐξέλθῃ ὁ νεοσσός, «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. ἐκγλύφω, ἐκλεπίζω.

French (Bailly abrégé)

1 enlever en frappant à petits coups;
2 faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d’un œuf (qu’on vient de casser) un petit encore sans plumes.
Étymologie: ἐκ, κολάπτω.