κάδος: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάδος''': ᾰ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος ἢ οἴνου, Λατ. cadus, Ἀνακρ. 16, Ἀρχίλ. 4, Ἡρόδ. 3. 20, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. κλ.· οἱ Ἴωνες τὸ [[κεράμιον]] ἐκάλουν κάδον, Κλείταρχος (ἐν ταῖς γλώσσαις) παρ’ Ἀθην. 473Β. 2) [[μέτρον]] ὑγρῶν, = [[ἀμφορεύς]], Φιλόχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι, 71, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. Ἀριστ. Ἀποσπ. 426. ΙΙ. [[κάλπη]] ἐν ᾗ οἱ ψηφοφοροῦντες ἔρριπτον τὰς ψήφους, ὡς τὸ [[καδίσκος]], Λατ. situla, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1032. - Τὸ [[μέτρον]] συνήθως ἀπαιτεῖ τὸ [[κάδος]] δι’ ἑνὸς δ, [[οὐδέποτε]] κάδδος, τὸ δὲ διπλοῦν δ [[εἶναι]] βεβαιωμένον μόνον ἐν τοῖς Δωρ. τύποις [[κάδδιχος]], καδδίζομαι. | |lstext='''κάδος''': ᾰ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος ἢ οἴνου, Λατ. cadus, Ἀνακρ. 16, Ἀρχίλ. 4, Ἡρόδ. 3. 20, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. κλ.· οἱ Ἴωνες τὸ [[κεράμιον]] ἐκάλουν κάδον, Κλείταρχος (ἐν ταῖς γλώσσαις) παρ’ Ἀθην. 473Β. 2) [[μέτρον]] ὑγρῶν, = [[ἀμφορεύς]], Φιλόχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι, 71, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. Ἀριστ. Ἀποσπ. 426. ΙΙ. [[κάλπη]] ἐν ᾗ οἱ ψηφοφοροῦντες ἔρριπτον τὰς ψήφους, ὡς τὸ [[καδίσκος]], Λατ. situla, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1032. - Τὸ [[μέτρον]] συνήθως ἀπαιτεῖ τὸ [[κάδος]] δι’ ἑνὸς δ, [[οὐδέποτε]] κάδδος, τὸ δὲ διπλοῦν δ [[εἶναι]] βεβαιωμένον μόνον ἐν τοῖς Δωρ. τύποις [[κάδδιχος]], καδδίζομαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />grand vase pour les liquides.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, contenir, > [[χάζω]] ; cf. <i>lat.</i> cadus. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A jar or vessel for water or wine, Anacr.17, Archil.4, Hdt.3.20, S.Fr.534.3 (anap.), Ar.Ach.549, etc.; κ. ἀντλητικός CPR 232.12 (ii A.D.); said to be Ion. for κεράμιον, Clitarch.Gloss. ap. Ath. 11.473b. 2 a liquid measure,= ἀμφορεύς, Philoch.155a; ἐλαίου LXX 2 Ch.2.10(9) (cod. A), cj. in Simon.155.4 (Hermes64.274); πίνει τετραχόοισι κάδοις Hedyl. ap. Ath.l.c.; later, half an ἀμφ., Script. Metrol.1.257, 2.144 Hultsch. II = καδίσκος 11, Ar.Av.1032. III funerary urn, Jahresh.8.154.—The metre usu. requires κάδος, never κάδδος which is written in Them.in Ph.268.2, al.; cf. κάδδιχος.
κᾶδος, Dor. for κῆδος. κάδουσα· εἶδος σταφυλῆς, Hsch. καδρανές (perh. for καπρανές, i.e. κατα-πρηνές) · κατωφερές, Id. κάδυρος· κάπρος ἔνορχις, Id.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ (vgl. κάδδος; nach E. M. mit χάζω, χανδάνω zusammenhangend), VLL. σκεῦός τι, Suid. μέτρον οἰνηρόν, ein Gefäß, Faß, Eimer, zu Wasser u. zu Wein; Archil. frg. 49; Her. 3, 20; ὀπὸν χαλκέοισι κάδοις δέχεται Soph. frg. 479; οἴνου δ' ἐξέπιον κάδον Anacr. bei Ath. XI, 472 e; aber auch εἰς κάδον λαβὼν οὔρει, Ar. bei Poll. 10, 185; Plat. καθάπερ οἱ κάδοι οἱ ἐς ἀλλήλους ἁρμόττοντες, Rep. X, 616 d. – Bei Ar. Av. 1032 die Urne zum Stimmensammeln. Vgl. καδίσκος u. καδδίζω. – Als Maaß für Flüssigkeiten nach Philoch. Poll. 10, 71 = ἀμφορεύς, nach Diosc. = 10 congii.
Greek (Liddell-Scott)
κάδος: ᾰ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος ἢ οἴνου, Λατ. cadus, Ἀνακρ. 16, Ἀρχίλ. 4, Ἡρόδ. 3. 20, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. κλ.· οἱ Ἴωνες τὸ κεράμιον ἐκάλουν κάδον, Κλείταρχος (ἐν ταῖς γλώσσαις) παρ’ Ἀθην. 473Β. 2) μέτρον ὑγρῶν, = ἀμφορεύς, Φιλόχ. παρὰ Πολυδ. Ι, 71, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. Ἀριστ. Ἀποσπ. 426. ΙΙ. κάλπη ἐν ᾗ οἱ ψηφοφοροῦντες ἔρριπτον τὰς ψήφους, ὡς τὸ καδίσκος, Λατ. situla, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1032. - Τὸ μέτρον συνήθως ἀπαιτεῖ τὸ κάδος δι’ ἑνὸς δ, οὐδέποτε κάδδος, τὸ δὲ διπλοῦν δ εἶναι βεβαιωμένον μόνον ἐν τοῖς Δωρ. τύποις κάδδιχος, καδδίζομαι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand vase pour les liquides.
Étymologie: R. Καδ, contenir, > χάζω ; cf. lat. cadus.