χελιδόνιον: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χελῑδόνιον''': τό, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς μήκωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 1· καλούμενον χ. κυάνεον (ἢ γλαυκόν), Θεόκρ. 13. 41, Διοσκ. 2. 211· - [[χελιδόνιον]] τὸ μικρόν, ἴδε περιγραφὴν [[αὐτοῦ]] παρὰ Διοσκ. 2. 212. 2) = [[ἀνεμώνη]], Ἀθήν. 684Ε, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ [[χελιδών]], Γαλην. 14. 386.
|lstext='''χελῑδόνιον''': τό, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς μήκωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 1· καλούμενον χ. κυάνεον (ἢ γλαυκόν), Θεόκρ. 13. 41, Διοσκ. 2. 211· - [[χελιδόνιον]] τὸ μικρόν, ἴδε περιγραφὴν [[αὐτοῦ]] παρὰ Διοσκ. 2. 212. 2) = [[ἀνεμώνη]], Ἀθήν. 684Ε, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ [[χελιδών]], Γαλην. 14. 386.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> chélidoine;<br /><b>2</b> autre plante, <i>c.</i> [[ἀνεμώνη]];<br /><b>3</b> petite hirondelle.<br />'''Étymologie:''' [[χελιδόνιος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελῑδόνιον Medium diacritics: χελιδόνιον Low diacritics: χελιδόνιον Capitals: ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΝ
Transliteration A: chelidónion Transliteration B: chelidonion Transliteration C: chelidonion Beta Code: xelido/nion

English (LSJ)

τό,

   A celandine, Chelidonium majus, Thphr.HP7.15.1, Ath.15.684e; χ. τὸ μέγα Dsc.2.180.    2 = ἄμπελος λευκή, Id.4.182.    3 χ. τὸ μικρόν pilewort, Ranunculus Ficaria, Id.2.181.    II young swallow, Gal.14.386.

German (Pape)

[Seite 1348] τό, Schwalbenkraut, Schillkraut, Diosc. und Theophr.; von dem die Alten zwei Arten unterschieden, γλαυκόν od. κυάνεον, Theocr. 13, 41, chelidonium majus, u. χλωρόν, Pollian. 1 (XI, 1301, vielleicht ranunculus ficaria.

Greek (Liddell-Scott)

χελῑδόνιον: τό, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς μήκωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 1· καλούμενον χ. κυάνεον (ἢ γλαυκόν), Θεόκρ. 13. 41, Διοσκ. 2. 211· - χελιδόνιον τὸ μικρόν, ἴδε περιγραφὴν αὐτοῦ παρὰ Διοσκ. 2. 212. 2) = ἀνεμώνη, Ἀθήν. 684Ε, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ χελιδών, Γαλην. 14. 386.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 chélidoine;
2 autre plante, c. ἀνεμώνη;
3 petite hirondelle.
Étymologie: χελιδόνιος.