μετεωροσοφιστής: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεωροσοφιστής''': ὁ, [[ἀστρολόγος]] [[σοφιστής]], σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360. | |lstext='''μετεωροσοφιστής''': ὁ, [[ἀστρολόγος]] [[σοφιστής]], σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sophiste qui se perd dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σοφιστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A astronomical sophist, Ar.Nu.360.
German (Pape)
[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.