ἐξολισθάνω: Difference between revisions
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξολισθάνω''': ([[οὐδέποτε]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε [[ὀλισθάνω]]): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, [[πίπτω]] ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ [[ἧπαρ]] [[αὐτοῦ]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος [[ὅταν]] κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]] Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, [[φεύγω]] ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· [[περιπίπτω]] [[λεληθότως]], ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., [[ἐκφεύγω]] ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. [[διαπίπτω]], [[διαρρέω]], τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α. | |lstext='''ἐξολισθάνω''': ([[οὐδέποτε]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε [[ὀλισθάνω]]): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, [[πίπτω]] ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ [[ἧπαρ]] ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ [[ἧπαρ]] [[αὐτοῦ]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος [[ὅταν]] κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]] Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, [[φεύγω]] ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· [[περιπίπτω]] [[λεληθότως]], ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., [[ἐκφεύγω]] ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. [[διαπίπτω]], [[διαρρέω]], τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
later ἐξολεθρ-αίνω Epicur.Ep.2p.45U., Sm.Ps.35(36).3: aor. 2 -ώλισθον:—
A glide off, slip away, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν Il.20.470; glance off, as a spear-point from a hard substance, E.Ph.1383; αὐτῶν away from them, Arist.HA590b17; of leaves, drop off, Ael.NA12.18; slip out, escape, Hippon.37, Ar.Pax141; of things, Epicur.l.c., Fr.383 bis; of a bandage, Diocl.Fr.188; ἐ. εἰς ἡδονάς slip imperceptibly into... Hdn.1.3.1: c. acc., slip out of, διαβολάς Ar.Eq.491; ὡς μήποτ' ἐξολίσθῃ ἡμᾶς slip from our memory, Id.Ec.286.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξολισθάνω: (οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε ὀλισθάνω): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, πίπτω ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ ἧπαρ αὐτοῦ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος ὅταν κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― διαφεύγω, ἐκφεύγω, Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, φεύγω ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· περιπίπτω λεληθότως, ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., ἐκφεύγω ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. διαπίπτω, διαρρέω, τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐξολισθαίνω.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθάνω.