ἐπανόρθωμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de redresser, correction, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπανορθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανόρθωμα Medium diacritics: ἐπανόρθωμα Low diacritics: επανόρθωμα Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: epanórthōma Transliteration B: epanorthōma Transliteration C: epanorthoma Beta Code: e)pano/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A correction, Pl.Prt.340a, 340d, Tht.183a, D.25.16, Arist.EN1135a13, 1137b12.

German (Pape)

[Seite 903] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανόρθωμα: τό, διόρθωσις, τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de redresser, correction, amélioration.
Étymologie: ἐπανορθόω.