ἐπίμαστος: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίμαστος''': -ον, ([[ἐπιμαίομαι]]) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «[[ἐπίμαστος]] ὁ [[ἐπαίτης]], ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ. | |lstext='''ἐπίμαστος''': -ον, ([[ἐπιμαίομαι]]) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «[[ἐπίμαστος]] ὁ [[ἐπαίτης]], ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui cherche sa nourriture, mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἐπιμαίομαι)
A sought out, brought in (like ἐπακτός), ἀλήτης Od.20.377 (variously expld. by Gramm.).
German (Pape)
[Seite 960] ἀλήτης Od. 20, 377, entweder ein Bettler, der sich seinen Unterhalt zusammensucht, ὁ τροφὴν μαστεύων, Eust., ἐνδεὴς ἐπαίτης, Schol., oder ein aufgelesener, mit ins Haus gebrachter Bettler, ἐπίληπτος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμαστος: -ον, (ἐπιμαίομαι) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «ἐπίμαστος ὁ ἐπαίτης, ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche sa nourriture, mendiant.
Étymologie: ἐπί, μαστός.