ἐπιτραγῳδέω: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρᾰγῳδέω''': διηγοῦμαί τι κατὰ τρόπον τραγικόν, ἐξογκώνω, ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι… ἐπιτραγῳδοῦντες λέγουσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 28, Λουκ. Τοξ. 12· ἐξογκώνω ἔτι [[μᾶλλον]], τινί τι Πλουτ. Περικλ. 28· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀρτοξ. 18· ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον [[πάθος]] ὁ [[δαίμων]] Ἡλιόδ. 2. 29.
|lstext='''ἐπιτρᾰγῳδέω''': διηγοῦμαί τι κατὰ τρόπον τραγικόν, ἐξογκώνω, ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι… ἐπιτραγῳδοῦντες λέγουσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 28, Λουκ. Τοξ. 12· ἐξογκώνω ἔτι [[μᾶλλον]], τινί τι Πλουτ. Περικλ. 28· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀρτοξ. 18· ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον [[πάθος]] ὁ [[δαίμων]] Ἡλιόδ. 2. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τραγῳδέω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰγῳδέω Medium diacritics: ἐπιτραγῳδέω Low diacritics: επιτραγωδέω Capitals: ΕΠΙΤΡΑΓΩΔΕΩ
Transliteration A: epitragōidéō Transliteration B: epitragōdeō Transliteration C: epitragodeo Beta Code: e)pitragw|de/w

English (LSJ)

   A make a tragic story of a thing, exaggerate, Thphr.HP9.8.5, D.H.Th. 28, Plu.Art.18 (Pass.), Luc.Tox.12 ; οὐδὲν ἐ. πρὸς σεμνότερον ὄγκον Ph.2.105 ; descant solemnly upon, τινί Plu.Per.28, Demetr.Eloc.122 ; lament tragically, Hld.1.3 ; add to a tragedy, καινὸν ἐπεισόδιον Id.7.6, cf. 2.29.

German (Pape)

[Seite 995] nach Art der Tragödie hinzusetzen, auf tragische Weise übertreiben, τὰς συμφοράς Dion. Hal. ind. Thuc. 28; Luc. Tox. 12; Plut. Pericl. 28 u. a. Sp.; – auch ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθοςδαίμων, er führte dazu noch eine Tragödie auf, Heliod. 2, 29, vgl. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρᾰγῳδέω: διηγοῦμαί τι κατὰ τρόπον τραγικόν, ἐξογκώνω, ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι… ἐπιτραγῳδοῦντες λέγουσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 28, Λουκ. Τοξ. 12· ἐξογκώνω ἔτι μᾶλλον, τινί τι Πλουτ. Περικλ. 28· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀρτοξ. 18· ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθοςδαίμων Ἡλιόδ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.
Étymologie: ἐπί, τραγῳδέω.