ἑρκεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.
|lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l’enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d’une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l’autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκεῖος Medium diacritics: ἑρκεῖος Low diacritics: ερκείος Capitals: ΕΡΚΕΙΟΣ
Transliteration A: herkeîos Transliteration B: herkeios Transliteration C: erkeios Beta Code: e(rkei=os

English (LSJ)

(freq. written ἕρκειος in codd.), ον, also α, ον A.Ch.653:—

   A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑ., as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant.487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd.302d, Arist.Mu.401a20 : abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4 ; also βωμὸς ἑ. Pi. Pae.6.114.    2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.    3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch.561, 571, 653 ; πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj.108 ; ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr.483.

German (Pape)

[Seite 1031] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, v. l. ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, ἕρκος, hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκεῖος: (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, ὡσαύτως α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἕρκος, εἰς τὸ προαύλιον, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, ἐπειδὴ ὁ βωμὸς ἢ τὸ ἄγαλμα αὐτοῦ ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου Διός· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος Ζεὺς παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
att. ἕρκειος;
qui concerne l’enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία θύρα ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία στέγη SOPH toit d’une tente ; particul. Ζεὺς ἕρκειος OD, Ζὴν ἕρκειος SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l’autel était placé dans la cour.
Étymologie: ἕρκος.