εὔμουσος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμουσος''': -ον, [[ἔμπειρος]] ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ [[ἄμουσος]]: [[ἐντεῦθεν]], [[μελῳδικός]], μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.
|lstext='''εὔμουσος''': -ον, [[ἔμπειρος]] ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ [[ἄμουσος]]: [[ἐντεῦθεν]], [[μελῳδικός]], μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile dans la pratique des arts, des lettres, <i>etc.</i><br /><b>2</b> harmonieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μοῦσα]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμουσος Medium diacritics: εὔμουσος Low diacritics: εύμουσος Capitals: ΕΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: eúmousos Transliteration B: eumousos Transliteration C: eymousos Beta Code: eu)/mousos

English (LSJ)

ον,

   A skilled in the arts, esp. in poetry, music, and dancing, Man.4.60, 5.269; but usu.,    2 musical, melodious, μολπά E.IT145 (lyr.); τιμαί Ar.Th.112 (lyr.); παιδιά Luc. Am.53; χεύματα AP9.661 (Jul.). Adv. -σως gracefully, Corn.ND 14, Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 1081] in den Musenkünsten gebildet, mit Schönheitsgefühl u. Kunstsinn begabt, u. von Sachen, anmuthig, μολπή Eur. I. T 145; τιμαί, die von den Musen ertheilten, Ar. Th. 112; Sp., wie Luc. amor. 53. – Adv. εὐμούσως, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμουσος: -ον, ἔμπειρος ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ ἄμουσος: ἐντεῦθεν, μελῳδικός, μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile dans la pratique des arts, des lettres, etc.
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, μοῦσα.