εὐθυεργής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]]. | |lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).
German (Pape)
[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.