εὐρυρέων: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρυρέων''': -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς [[εὐρυρέων]] Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐρυρέω ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 545 [[ἀναγνωστέον]] εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται [[διῃρημένως]]: εὐρὺ ῥέων. | |lstext='''εὐρυρέων''': -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς [[εὐρυρέων]] Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐρυρέω ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 545 [[ἀναγνωστέον]] εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται [[διῃρημένως]]: εὐρὺ ῥέων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έουσα, έον;<br /><i>c.</i> [[εὐρυρέεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ουσα, ον,
A broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.
French (Bailly abrégé)
έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.