ἐφεστρίς: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφεστρίς''': -ίδος, ἡ, ([[ἐφέννυμι]]) [[ἐπανωφόριον]], [[ἱμάτιον]], μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν [[τριβώνιον]], Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ [[χλαμύς]], Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· [[ὡσαύτως]], γυναικεία [[ἐσθής]], Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61. | |lstext='''ἐφεστρίς''': -ίδος, ἡ, ([[ἐφέννυμι]]) [[ἐπανωφόριον]], [[ἱμάτιον]], μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν [[τριβώνιον]], Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ [[χλαμύς]], Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· [[ὡσαύτως]], γυναικεία [[ἐσθής]], Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement de dessus;<br /><b>2</b> sorte de casaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ίοος, ἡ, (ἐφέννυμι)
A upper garment, wrapper, X.Smp.4.38; a philosopher's mantle, Ath.3.98a; soldier's cloak, Plu.Luc.28; πᾶσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐ. χρώμενοι Hdn.4.2.3, cf. 7.11.2,3; also a woman's robe, AP9.153 (Agath.), etc. 2 χλαμὺς ἐ. Ath.5.215c. II coverlet, Poll.6.10, 10.42, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1115] ίδος, ἡ (ἕννυμι), ein Kleid zum Ueberziehen, Oberkleid, sowohl der Männer, Plut. Lucull. 28 Ath. III, 98 a Hdn. 4, 2, 5, als der Frauen, Hel.; πάγχρυσος Agath. 61 (IX, 153); Xen. Conv. 4, 38 vergleicht die ὄροφοι im Hause damit. – Bei Sp. auch die Pferdedecke, der Sattel. Vgl. Piers. zu Moeris p. 139 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ, (ἐφέννυμι) ἐπανωφόριον, ἱμάτιον, μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν τριβώνιον, Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ χλαμύς, Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· ὡσαύτως, γυναικεία ἐσθής, Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, Πολυδ. Ζ΄, 61.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 vêtement de dessus;
2 sorte de casaque.
Étymologie: ἐπί, ἕννυμι.