ἠοῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠοῖος''': -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = [[ἑῷος]], πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ [[πρωία]], πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, [[ἀνατολικός]], Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων [[αὐτόθι]] 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.
|lstext='''ἠοῖος''': -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = [[ἑῷος]], πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ [[πρωία]], πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, [[ἀνατολικός]], Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων [[αὐτόθι]] 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> du matin, matinal ; <i>ion.</i> ἡ [[ἠοίη]] ([[ὥρα]]) le matin;<br /><b>2</b> oriental.<br />'''Étymologie:''' [[ἠώς]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠοῖος Medium diacritics: ἠοῖος Low diacritics: ηοίος Capitals: ΗΟΙΟΣ
Transliteration A: ēoîos Transliteration B: ēoios Transliteration C: ioios Beta Code: h)oi=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= ἑῷος,

   A of the morning, ἀστήρ Ion Lyr.Fr.10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; ἡ ἠοίη (sc. ὥρα) the morning, πᾶσαν δ' ἠοίην . . Od.4.447, cf. Hsch.    2 toward the dawn, eastern, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης Hdt.4.100; πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων ib.160; πρὸς ἠοίην (sc. γῆν) towards the East, Call.Del.280. (Cf. ἠῷος.)

German (Pape)

[Seite 1173] ion. auch ἠόϊος, att. ἠῷος, morgendlich, in der Frühe, πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, sc. ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. ἠῷος). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος ἀστήρ, der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion.

Greek (Liddell-Scott)

ἠοῖος: -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = ἑῷος, πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ πρωία, πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, ἀνατολικός, Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων αὐτόθι 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du matin, matinal ; ion.ἠοίη (ὥρα) le matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.