θηλυγενής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλυγενής''': -ές, [[θῆλυς]] τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, [[γυναικεῖος]], θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· [[ὄχλος]] Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27. | |lstext='''θηλυγενής''': -ές, [[θῆλυς]] τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, [[γυναικεῖος]], θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· [[ὄχλος]] Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de femme, féminin.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A of female sex, womanish, στόλος A.Supp.28, cf. E. Ba.1156; ὄχλος ib.117: Comp., Pl.Lg.802e. Adv. -νῶς Eust.10.27.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, weibliches Geschlechts, weiblich; στόλος, Weiberschaar, Aesch. Suppl. 28, wie ὄχλος Eur. Bacch. 117; auch Plat. Legg. VII, 802 e.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυγενής: -ές, θῆλυς τὸ γένος, ἐκ θηλέων συνιστάμενος, γυναικεῖος, θηλυγενῆ στόλον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 29· ὄχλος Εὐρ. Βάκχ. 117· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 802E. ― Ἐπίρρ. θηλυγενῶς, Εὐστ. 10. 27.