θυεία: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυεία''': Ἰων. -είη, ἡ, [[ἰγδίον]], «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. [[ἴγδις]]∙ 2) [[ἀγγεῖον]] κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι [[θυία]], θυΐα [[εἶναι]] δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165. | |lstext='''θυεία''': Ἰων. -είη, ἡ, [[ἰγδίον]], «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. [[ἴγδις]]∙ 2) [[ἀγγεῖον]] κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι [[θυία]], θυΐα [[εἶναι]] δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />mortier, vase à piler.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. θυ-είη Nic.Th.91: ἡ:—
A mortar, Ar.Nu.676, Ra.124, al., Lys.Fr.62a. 2 cup of the cottabus, Pl.Com.46.3.—Later θυία, θυΐα, Ph.Bel.88.49, Dsc.2.76.3 and 4; in the sense of oil-press, PFay.42 (a) i 10(ii A.D.): θυίη [ῐ], Androm. ap. Gal.14.41: θυεῖον, τό, PLond.2.193.23 (ii A.D.). II θύεια, v. θυία 1.
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 θύεια, von θύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch θυία u. θυΐα geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
θυεία: Ἰων. -είη, ἡ, ἰγδίον, «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. ἴγδις∙ 2) ἀγγεῖον κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι θυία, θυΐα εἶναι δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mortier, vase à piler.
Étymologie: θύος.