ἱππεία: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππεία''': ἡ, ([[ἱππεύω]]) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, [[ἐπιτηδειότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν [[ἱπποδρομικός]], Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. [[ἱπποφορβία]], [[ἱπποτροφία]], Στράβ. 215· πρβλ. [[πωλεία]].
|lstext='''ἱππεία''': ἡ, ([[ἱππεύω]]) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, [[ἐπιτηδειότης]] ἢ [[ἐμπειρία]] εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν [[ἱπποδρομικός]], Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. [[ἱπποφορβία]], [[ἱπποτροφία]], Στράβ. 215· πρβλ. [[πωλεία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> équitation;<br /><b>2</b> course à cheval, chevauchée ; course en char;<br /><b>3</b> corps de cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππεύς]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππεία Medium diacritics: ἱππεία Low diacritics: ιππεία Capitals: ΙΠΠΕΙΑ
Transliteration A: hippeía Transliteration B: hippeia Transliteration C: ippeia Beta Code: i(ppei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἱππεύω)

   A riding or driving of horses, horsemanship, racing, S.El.505 (lyr.): pl., E.HF374 (lyr.).    II cavalry, X.An.5.6.8,Ages.1.23.    III breed of horses, ἐνδόξου γενομένης ἐνθένδε ἱ. Str.5.1.9.

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ, das Reiten, Soph. El. 495, das Fahren od. Wettrennen; χθόνα Θετταλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον Eur. Herc. Fur. 374, Xen. Cyr. 8. 8, 19; – die Reiterei, Xen. An. 5, 6, 8; – die Pferdezucht, Strab. V, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππεία: ἡ, (ἱππεύω) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, ἐπιτηδειότηςἐμπειρία εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν ἱπποδρομικός, Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. ἱπποφορβία, ἱπποτροφία, Στράβ. 215· πρβλ. πωλεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 équitation;
2 course à cheval, chevauchée ; course en char;
3 corps de cavalerie.
Étymologie: ἱππεύς.