κακοῦργος: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. κακοεργός, όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α. | |lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. κακοεργός, όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ [[κακοῦργος]] malfaiteur (voleur, meurtrier, <i>etc.</i>) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants <i>ou</i> vicieux, le vice;<br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, <i>gén;<br />Cp.</i> κακουργότερος, <i>Sp.</i> κακουργότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. κακοεργός (also late Prose, Porph.Abst. 2.38;
A δαιμόνια κακοεργά Aen.Gaz.Thphr.p.60B.), ον, (ἔργον) doing ill, mischievous, knavish, once in Hom., ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός importunate, Od.18.54; freq. later, κλῶπες κακοῦργοι Hdt. 1.41; κ. ἀνήρ S.Aj.1043; also κακουργότατος λόγος D.20.125; κ. μάχαιρα AP11.136 (Lucill.); -ότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2. Adv. -γως Poll.3.132. 2 as Subst., malefactor, criminal in the eye of the law, Ps.-Phoc.133, Th.1.134, PLille 1.7.20 (iii B.C.), Ev.Luc. 23.32, etc.; οὐδεὶς κακοεργός Theoc.15.47; at Athens, technically, thief, robber, ὁ τῶν κακούργων νόμος Antipho5.9, cf. 16, Lys.13.78, D.22.28, 24.102. II c. gen., doing harm to, κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ -ότερος, X.Mem.1.5.3, cf. Pl.R.421b: abs., harmful, κ. ἐπιθυμίαι ib.554c; καρτερία Id.La.192d; ἄγνοια -οτάτη καὶ αἰσχίστη Id.Alc.1.118a.
German (Pape)
[Seite 1305] (zsgzgn aus κακοεργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακοῦργος: Ἐπικ. κακοεργός, όν, (ἔργον): ― πράτων τὸ κακόν, βλαπτικός, φαῦλος, μοχθηρός, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἀλλά με γαστήρ ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· συχνάκις βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· κακοῦργος ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· ὡσαύτως, κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος λόγος Δημ. 494. 26, κτλ.· κακοῦργος μάχαιρα Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, κακοῦργος, ἔνοχος κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), κλέπτης ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., αὐτόθι 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abs. pervers, malfaiteur ; ὁ, ἡ κακοῦργος malfaiteur (voleur, meurtrier, etc.) ; τὸ κακοῦργον EUR les instincts malfaisants ou vicieux, le vice;
2 avec un rég. qui fait du tort, qui cause un dommage à, nuisible à, gén;
Cp. κακουργότερος, Sp. κακουργότατος.
Étymologie: κακός, ἔργον.