ἰσοδαίτης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοδαίτης''': -ου, ὁ, ([[δαίω]]), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ [[ἥλιος]] (δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]]) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ [[κρέας]] εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36. | |lstext='''ἰσοδαίτης''': -ου, ὁ, ([[δαίω]]), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ [[ἥλιος]] (δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]]) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ [[κρέας]] εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui distribue à tous également;<br /><b>2</b> écuyer tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[δαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ (δαίω)
A dividing equally, giving to all alike, epith. of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.Ep.Sat.32; of Pluto, Hsch. (ἰσοδέτης cod.). II Subst., name of a δαίμων, Hyp.Fr.177.
German (Pape)
[Seite 1264] ὁ, gleich vertheilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. ξενικός τις δαίμων, ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― Κατὰ τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ ἥλιος (δηλ. ὁ Ἀπόλλων) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ κρέας εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 qui distribue à tous également;
2 écuyer tranchant.
Étymologie: ἴσος, δαίω.