ἰάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάσιμος Medium diacritics: ἰάσιμος Low diacritics: ιάσιμος Capitals: ΙΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: iásimos Transliteration B: iasimos Transliteration C: iasimos Beta Code: i)a/simos

English (LSJ)

[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι)

   A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399.    2 of wounds, τραῦμα ἰ. Pl.Lg.878c: metaph., ἰ. ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.