κάπνισμα: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπνισμα''': τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, [[θυμίαμα]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - [[καπνός]], Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64. | |lstext='''κάπνισμα''': τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, [[θυμίαμα]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - [[καπνός]], Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />encens.<br />'''Étymologie:''' [[καπνίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνισμα: τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, θυμίαμα, Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - καπνός, Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
encens.
Étymologie: καπνίζω.