καταζάω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταζάω''': ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.
|lstext='''καταζάω''': ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pour l’ao. et le pf., v.</i> καταβιόω;<br />passer sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζάω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζάω Medium diacritics: καταζάω Low diacritics: καταζάω Capitals: ΚΑΤΑΖΑΩ
Transliteration A: katazáō Transliteration B: katazaō Transliteration C: katazao Beta Code: kataza/w

English (LSJ)

   A v. καταζῶ.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταζάω: ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pour l’ao. et le pf., v. καταβιόω;
passer sa vie.
Étymologie: κατά, ζάω.