κατάληξις: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάληξις''': -εως, ἡ, [[παῦσις]], [[τέλος]], [[τέρμα]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61. 2) ἡ τελευταία συλλαβὴ στίχου, Λογγῖνος 41. 2· [[κυρίως]], ὁ [[τελευταῖος]] ποὺς [[ὅταν]] [[εἶναι]] ἐλλιπὴς κατὰ μίαν συλλαβὴν ἢ πλείονας, «συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου ποδὸς παραλαμβανομένη» Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. | |lstext='''κατάληξις''': -εως, ἡ, [[παῦσις]], [[τέλος]], [[τέρμα]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61. 2) ἡ τελευταία συλλαβὴ στίχου, Λογγῖνος 41. 2· [[κυρίως]], ὁ [[τελευταῖος]] ποὺς [[ὅταν]] [[εἶναι]] ἐλλιπὴς κατὰ μίαν συλλαβὴν ἢ πλείονας, «συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου ποδὸς παραλαμβανομένη» Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> terminaison d’un mot ; syllabe finale d’un vers.<br />'''Étymologie:''' [[καταλήγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ending, termination, S.E.M.10.61, Nicom.Ar. 1.13.13; ἡ εἰς ο κ. A.D.Pron.29.17. 2 cadence or close of a period, Longin.41.2, Demetr.Eloc.19; final syllable, D.H.Comp.18.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Aufhören, S. Emp. adv. phys. 2, 61; das Ende, der Schluß, bes. der Schluß eines Verses, Gramm. u. Schol. oft.
Greek (Liddell-Scott)
κατάληξις: -εως, ἡ, παῦσις, τέλος, τέρμα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61. 2) ἡ τελευταία συλλαβὴ στίχου, Λογγῖνος 41. 2· κυρίως, ὁ τελευταῖος ποὺς ὅταν εἶναι ἐλλιπὴς κατὰ μίαν συλλαβὴν ἢ πλείονας, «συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου ποδὸς παραλαμβανομένη» Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
t. de gramm. terminaison d’un mot ; syllabe finale d’un vers.
Étymologie: καταλήγω.