καταχθόνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχθόνιος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1413˙- [[ὑπόγειος]] (ἀντίθετ, τῷ [[ἐπιχθόνιος]], ὡς [[κατάγαιος]] ἀντίθετ. τῷ [[ἐπίγαιος]]), [[Ζεὺς]] [[καταχθόνιος]], ὁ [[Πλούτων]] (ὁ καταχθονίοισιν ἀνάσσων), Ἰλ. Ι. 457˙ ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, τῆς Δήμητρος, τῆς Περσεφόνης καὶ τῶν Ἐρινύων, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 916˙ δαίμονες κ., Λατιν. Dii Manes, Ἀνθ. Π. 7. 333˙ κ. θεοὶ Διον. Ἁλ. 2. 10˙ [[λίαν]] συχνὸν ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. Πίν. ΙΙΙ. σ. 24˙ ἐπουρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Ἐπιστ. π. Φιλιπ. β΄, 10.
|lstext='''καταχθόνιος''': -ον, καὶ α, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1413˙- [[ὑπόγειος]] (ἀντίθετ, τῷ [[ἐπιχθόνιος]], ὡς [[κατάγαιος]] ἀντίθετ. τῷ [[ἐπίγαιος]]), [[Ζεὺς]] [[καταχθόνιος]], ὁ [[Πλούτων]] (ὁ καταχθονίοισιν ἀνάσσων), Ἰλ. Ι. 457˙ ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, τῆς Δήμητρος, τῆς Περσεφόνης καὶ τῶν Ἐρινύων, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 916˙ δαίμονες κ., Λατιν. Dii Manes, Ἀνθ. Π. 7. 333˙ κ. θεοὶ Διον. Ἁλ. 2. 10˙ [[λίαν]] συχνὸν ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. Πίν. ΙΙΙ. σ. 24˙ ἐπουρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Ἐπιστ. π. Φιλιπ. β΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, <i>poét. ion.</i> η, ον :<br />souterrain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χθών]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθόνιος Medium diacritics: καταχθόνιος Low diacritics: καταχθόνιος Capitals: ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: katachthónios Transliteration B: katachthonios Transliteration C: katachthonios Beta Code: kataxqo/nios

English (LSJ)

ον, also η, ον A.R.4.1413:—

   A subterranean, Ζεὺς καταχθόνιος, i.e. Pluto, Il.9.457 (but Ζεὺς κ., = Veiouis, D.H.2.10); of Pluto, Demeter, Persephone, and the Erinyes, IG3.1423; δαίμονες κ. Hierocl.in CAIp.419 M.; = Lat. Di Manes, AP7.333; κ.θεοί, = Lat. Di Manes, freq. in sepulchral Inscrr., IG14.1660, al.

Greek (Liddell-Scott)

καταχθόνιος: -ον, καὶ α, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1413˙- ὑπόγειος (ἀντίθετ, τῷ ἐπιχθόνιος, ὡς κατάγαιος ἀντίθετ. τῷ ἐπίγαιος), Ζεὺς καταχθόνιος, ὁ Πλούτων (ὁ καταχθονίοισιν ἀνάσσων), Ἰλ. Ι. 457˙ ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, τῆς Δήμητρος, τῆς Περσεφόνης καὶ τῶν Ἐρινύων, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 916˙ δαίμονες κ., Λατιν. Dii Manes, Ἀνθ. Π. 7. 333˙ κ. θεοὶ Διον. Ἁλ. 2. 10˙ λίαν συχνὸν ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. Πίν. ΙΙΙ. σ. 24˙ ἐπουρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Ἐπιστ. π. Φιλιπ. β΄, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, poét. ion. η, ον :
souterrain.
Étymologie: κατά, χθών.