κατευτυχέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατευτῠχέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[εὐτυχής]], εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-[[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
|lstext='''κατευτῠχέω''': εἶμαι [[ὅλως]] [[εὐτυχής]], εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-[[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> κατηυτύχηκα;<br />être heureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐτυχέω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευτῠχέω Medium diacritics: κατευτυχέω Low diacritics: κατευτυχέω Capitals: ΚΑΤΕΥΤΥΧΕΩ
Transliteration A: kateutychéō Transliteration B: kateutycheō Transliteration C: kateftycheo Beta Code: kateutuxe/w

English (LSJ)

   A to be quite successful, prosper, Arist.EE1229a 19 (cj. ib. 1247b31), Phld.Rh.1.132 S.; τὰ πλεῖστα Plu.Sert.18:—also in Pass., τούτων κατευτυχηθέντων D.S.20.46.

German (Pape)

[Seite 1398] verstärktes εὐτυχέω; Arist. eth. eudem. 3, 1; Plut. Sertor. 18 Pomp. 21 u. a. Sp.; auch pass., τούτων κατευτυχηθέντων, nachdem dies glücklich ausgeführt worden, D. Sic. 20, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατευτῠχέω: εἶμαι ὅλως εὐτυχής, εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. κατηυτύχηκα;
être heureux.
Étymologie: κατά, εὐτυχέω.