Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίσθος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.
|lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d’origine inconnue.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσθος Medium diacritics: κίσθος Low diacritics: κίσθος Capitals: ΚΙΣΘΟΣ
Transliteration A: kísthos Transliteration B: kisthos Transliteration C: kisthos Beta Code: ki/sqos

English (LSJ)

(Dsc. (v. infr.), Hsch.) or κισθός, ὁ,

   A rock-rose, Eup.14.5, Mnesim.4.63 (anap.), prob.l.for κισσός in Thphr.HP6.1.4, 6.2.1,2; κ. ἄρρην, = Cistus villosus, κ. θῆλυς, = C. salvifolius, Dsc.1.97: κίστος, Hp.Liqu.5, Gal.12.27:—Dsc.l.c.sq. distinguishes the species κίσθαρος or κίσσαρος from λῆδον, cf. Gal.12.28.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισθός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κίσθος: ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς θάμνος φέρων ἄνθη, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ κίστος, Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ κίσσαρος τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciste, plante.
Étymologie: DELG prob. emprunt d’origine inconnue.