κιθάρα: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῐθάρα''': Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara ([[ὁπόθεν]] guitar), [[εἶδος]] λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε [[κίθαρις]]. ― Εἶχε [[σχῆμα]] τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ [[ἀριθμὸς]] αὐτῶν βραδύτερον εἰς [[ἐννέα]] καὶ [[ἕνδεκα]], Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. [[κιθαρίζω]])· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[λύρα]]. ΙΙ. = [[κίθαρος]]· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135. | |lstext='''κῐθάρα''': Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara ([[ὁπόθεν]] guitar), [[εἶδος]] λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε [[κίθαρις]]. ― Εἶχε [[σχῆμα]] τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ [[ἀριθμὸς]] αὐτῶν βραδύτερον εἰς [[ἐννέα]] καὶ [[ἕνδεκα]], Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. [[κιθαρίζω]])· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[λύρα]]. ΙΙ. = [[κίθαρος]]· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> cithare, <i>sorte de luth ou de lyre</i>;<br /><b>2</b> plante.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt orient. prob. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κῐθάρ-η [θᾰ], ἡ,
A lyre, Hdt.1.24, Epich.79, E.Ion882 (anap.), etc.; cf. κίθαρις. II = κίθαρος, thorax, Hippiatr.46: in pl., ribs of the horse, ib.38.
German (Pape)
[Seite 1437] ἡ, 1) die Cither, ein Saiteninstrument, vgl. κίθαρις; Plat. Rep. III, 399 d u. Folgde; ἑπτάφθογγος Eur. Ion 882, Ἀσιάς Cycl. 443, öfter. Sie war von der λύρα unterschieden, durch Hermes erfunden. – 2) = κίθαρος, Brusthöhle, Brust, Sp. – 3) Bei Plut. de fluv. 3, 4 eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθάρα: Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara (ὁπόθεν guitar), εἶδος λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε κίθαρις. ― Εἶχε σχῆμα τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν βραδύτερον εἰς ἐννέα καὶ ἕνδεκα, Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. κιθαρίζω)· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. λύρα. ΙΙ. = κίθαρος· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 cithare, sorte de luth ou de lyre;
2 plante.
Étymologie: DELG emprunt orient. prob.