κισσός: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσός''': Ἀττ. [[κιττός]], ὁ, Λατ. hedera, τριῶν εἰδῶν, ὧν τὰ δύο ἀναρριχητικὰ ([[μέλας]] καὶ [[λευκός]]), καὶ ἓν ἕρπον (καλούμενον καὶ [[ἕλιξ]]), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, Διοσκ. 2. 210, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 6. 40· ἀτενὴς Σοφ. Ἀντ. 829· ― ὁ [[καρπὸς]] σχηματίζει βότρυν, [[ὅστις]] καλεῖται [[κόρυμβος]]· ― ἦν δὲ ἱερὸς τοῦ Βάκχου καὶ δι’ αὐτὸ ἔφερον αὐτὸν οἱ βακχεύοντες, κισσῷ... στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει Εὐρ. Βάκχ. 81· κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κ. [[εὐπέταλος]] ἕλικι θάλλει Ἀριστοφ. Θεσμ. 999· ([[ἐντεῦθεν]] πιθ. καλεῖται [[οἰνώψ]], Σοφ. Ο. Κ. 674)· [[ὡσαύτως]] παρὰ ποιηταῖς, πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 584. | |lstext='''κισσός''': Ἀττ. [[κιττός]], ὁ, Λατ. hedera, τριῶν εἰδῶν, ὧν τὰ δύο ἀναρριχητικὰ ([[μέλας]] καὶ [[λευκός]]), καὶ ἓν ἕρπον (καλούμενον καὶ [[ἕλιξ]]), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, Διοσκ. 2. 210, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 6. 40· ἀτενὴς Σοφ. Ἀντ. 829· ― ὁ [[καρπὸς]] σχηματίζει βότρυν, [[ὅστις]] καλεῖται [[κόρυμβος]]· ― ἦν δὲ ἱερὸς τοῦ Βάκχου καὶ δι’ αὐτὸ ἔφερον αὐτὸν οἱ βακχεύοντες, κισσῷ... στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει Εὐρ. Βάκχ. 81· κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κ. [[εὐπέταλος]] ἕλικι θάλλει Ἀριστοφ. Θεσμ. 999· ([[ἐντεῦθεν]] πιθ. καλεῖται [[οἰνώψ]], Σοφ. Ο. Κ. 674)· [[ὡσαύτως]] παρὰ ποιηταῖς, πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 584. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lierre.<br />'''Étymologie:''' DELG n. de plante, sans étym. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. κιττός, ὁ,
A ivy, Hedera Helix, of three kinds, two climbing (μέλας and λευκός), and one creeping (also called ἕλιξ), Thphr.HP 3.18.6, cf. Dsc.2.179, h.Bacch.40; ἀτενής S.Ant.826 (lyr.); κισσοῦ στέφανος OGl49.7 (Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus, κισσῷ . . στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει E.Ba.81 (lyr.); κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ar.Th.999: hence οἴνωψ (or οἰνωπός) S.OC674 (lyr.). II = κιρσός (Achaean), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1443] ὁ, art. κιττός, Epheu, Hom. u. Folgde; es werden zwei aufwärts rankende Arten desselben angeführt, μέλας, H. h. 6, 40, u. λευκός, wie eine niedrig auf dem Boden hinringelnde, ἕλιξ, Theophr.; Plut. Symp. 3, 2. Er war bes. dem Dionysus heilig, der selbst, wie die Bacchanten u. die tragischen u. dithyrambischen Dichter, mit ihm bekränzt erscheint; vgl. Eur. Bacch. 81; Chaerem. bei Ath. XIII, 608 b; Ar. Thesm. 999; Plat. Conv. 212 e.
Greek (Liddell-Scott)
κισσός: Ἀττ. κιττός, ὁ, Λατ. hedera, τριῶν εἰδῶν, ὧν τὰ δύο ἀναρριχητικὰ (μέλας καὶ λευκός), καὶ ἓν ἕρπον (καλούμενον καὶ ἕλιξ), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, Διοσκ. 2. 210, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 6. 40· ἀτενὴς Σοφ. Ἀντ. 829· ― ὁ καρπὸς σχηματίζει βότρυν, ὅστις καλεῖται κόρυμβος· ― ἦν δὲ ἱερὸς τοῦ Βάκχου καὶ δι’ αὐτὸ ἔφερον αὐτὸν οἱ βακχεύοντες, κισσῷ... στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει Εὐρ. Βάκχ. 81· κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ἀριστοφ. Θεσμ. 999· (ἐντεῦθεν πιθ. καλεῖται οἰνώψ, Σοφ. Ο. Κ. 674)· ὡσαύτως παρὰ ποιηταῖς, πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 584.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lierre.
Étymologie: DELG n. de plante, sans étym.