κνάφος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνάφος''': ὁ, ([[κνάω]]) ἀκανθῶδες φυτὸν δι’ οὗ ξύουσι τὰ ἱμάτια, τοῦτο μεταχειρίζονται νῦν οἱ φεσοποιοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 166, πρβλ. Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2. ΙΙ. κτεὶς ἐν χρήσει πρὸς λανάρισμα, καὶ ὡς [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινὰ Ἡρόδ. 1. 92, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel., πρβλ. Πλούτ. 2. 858Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. ― ἴδε [[κνάπτω]] ἐν τέλ. | |lstext='''κνάφος''': ὁ, ([[κνάω]]) ἀκανθῶδες φυτὸν δι’ οὗ ξύουσι τὰ ἱμάτια, τοῦτο μεταχειρίζονται νῦν οἱ φεσοποιοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 166, πρβλ. Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2. ΙΙ. κτεὶς ἐν χρήσει πρὸς λανάρισμα, καὶ ὡς [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινὰ Ἡρόδ. 1. 92, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel., πρβλ. Πλούτ. 2. 858Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. ― ἴδε [[κνάπτω]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>réc.</i> [[γνάφος]];<br />ου (ὁ) :<br />instrument de torture muni de pointes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]], [[κναφεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A prickly teasel, Alc.Com.35; used by fullers to card or clean cloth, Sch.Ar.Pl.166. 2 = ἱπποφαές, Gal.19.106. II carding-comb, also used as an instrument of torture, ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Hdt.1.92 (κναφηΐον codd.), cf. Hp.Mul. 2.114, Plu.2.858e (γναφ-), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, und später γνάφος, die stachligen Karden, mit welchen der Walker das Tuch aufkratzt, Schol. Ar. Plut. 166. – Auch ein stachliges Marterwerkzeug, Her. 1, 92; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κνάφος: ὁ, (κνάω) ἀκανθῶδες φυτὸν δι’ οὗ ξύουσι τὰ ἱμάτια, τοῦτο μεταχειρίζονται νῦν οἱ φεσοποιοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 166, πρβλ. Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2. ΙΙ. κτεὶς ἐν χρήσει πρὸς λανάρισμα, καὶ ὡς ὄργανον βασανιστήριον, ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινὰ Ἡρόδ. 1. 92, ἔνθα ἴδε Wessel., πρβλ. Πλούτ. 2. 858Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. ― ἴδε κνάπτω ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
réc. γνάφος;
ου (ὁ) :
instrument de torture muni de pointes.
Étymologie: cf. κνάω, κναφεύω.