κναφεύω
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
or γναφεύω, clean cloth, Ar.Pl.166.
German (Pape)
[Seite 1459] = κνάπτω, walken, ein Walker sein, gew. attisch γναφεύω, Ar. Plut. 166, wo der Schol. über die Schreibung mit κ zu vergleichen.
French (Bailly abrégé)
c. κνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κναφεύω [κναφεύς] voller (wolbewerker) zijn.
Russian (Dvoretsky)
κνᾰφεύω: и γνᾰφεύω Arph. = κνάπτω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κνᾰφεύω: μέλ. -σω = κνάπτω, καθαρίζω ρούχο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κνᾰφεύω: κνάπτω, καθαρίζω ὑφάσματα, Ἀριστοφ. Πλ. 166· ἴδε κνάπτω, ἐν τέλ.