Κορίνθιος: Difference between revisions
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κορίνθιος''': -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία [[κόρη]], [[πόρνη]], Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα [[οἶσθα]]; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε [[ἱερόδουλος]]· ― ὁ Κορινθιακὸς [[οἶνος]] ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― [[ὡσαύτως]] Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40. | |lstext='''Κορίνθιος''': -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία [[κόρη]], [[πόρνη]], Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα [[οἶσθα]]; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε [[ἱερόδουλος]]· ― ὁ Κορινθιακὸς [[οἶνος]] ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― [[ὡσαύτως]] Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία ([[γῆ]]) le territoire de Corinthe ; [[οἱ]] Κορίνθιοι les Corinthiens.<br />'''Étymologie:''' [[Κόρινθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Corinthian, Hdt., etc.; K. κόρη
A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl.149; οἶνος K. Alex.290; K. κάδοι Diph.61.3. Adv. -ίως in Corinthian fashion, οἶκος K. ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2:— fem. Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K. γλυφαί Ph.1.666: Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
Κορίνθιος: -α, -ον, ἐκ Κορίνθου, Ἡρόδ., κτλ.· Κορίνθιαι ἑταῖραι Ἀριστοφ. Πλ. 149· καὶ οὕτω, Κορινθία κόρη, πόρνη, Πλάτ. Πολ. 404D· τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδα οἶσθα; Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔριφον ἐν «Πελταστῇ» 1, καὶ ἴδε ἱερόδουλος· ― ὁ Κορινθιακὸς οἶνος ἀναφέρεται ὡς αὐστηρὸς παρὰ τῷ Ἀλέξ. ἐν Ἀδήλ. 23, πρβλ. Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 3· ― Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ Κορινθιακὸν τρόπον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 8. 5, 2· ― θηλ. Κορινθιάς, άδος, ἡ, Στέφ. Βυζ.· ― ὡσαύτως Κορινθιακός, ή, όν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9· Κορινθικός, Ἀνθ. Π. 6. 40.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Corinthe, Corinthien ; ἡ Κορινθία (γῆ) le territoire de Corinthe ; οἱ Κορίνθιοι les Corinthiens.
Étymologie: Κόρινθος.