κράνον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κράνον''': ᾰ, τό, = [[κράνεια]], Λατ. cornus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4 καὶ 10. 2. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[κραναός]], ὡς ἐκ τοῦ σκληροῦ [[αὐτοῦ]] ξύλου). | |lstext='''κράνον''': ᾰ, τό, = [[κράνεια]], Λατ. cornus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4 καὶ 10. 2. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[κραναός]], ὡς ἐκ τοῦ σκληροῦ [[αὐτοῦ]] ξύλου). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />cornouille, <i>fruit du cornouiller</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κράνεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A = κράνεια, Thphr.CP3.1.4 and 10.2. 2 = κράνειον, Philagr. ap. Orib.5.20.5, v.l. in Gal.6.620. (Cf. Lat. cornum.)
Greek (Liddell-Scott)
κράνον: ᾰ, τό, = κράνεια, Λατ. cornus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4 καὶ 10. 2. (Πιθ. συγγενὲς τῷ κραναός, ὡς ἐκ τοῦ σκληροῦ αὐτοῦ ξύλου).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cornouille, fruit du cornouiller.
Étymologie: κράνεια.