λιπαρότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[πάχος]], [[παχύτης]], ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 11, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 1· - ἐν τῷ πληθ., παχεῖαι οὐσίαι, Ἱππ. Προγν. 40. II. [[λαμπρότης]], ὀμμάτων Πλούτ. 2. 670Ε. | |lstext='''λῐπᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[πάχος]], [[παχύτης]], ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 11, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 1· - ἐν τῷ πληθ., παχεῖαι οὐσίαι, Ἱππ. Προγν. 40. II. [[λαμπρότης]], ὀμμάτων Πλούτ. 2. 670Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />éclat (des yeux).<br />'''Étymologie:''' [[λιπαρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A fattiness, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA522a21, cf. PA652a29: in pl., fatty substances, Hp.Prog.12. II brilliancy, ὀμμάτων Plu.2.670f.
German (Pape)
[Seite 51] ητος, ἡ, das Fettsein, die Fettigkeit; ἐν τῷ γάλακτι, Arist. H. A. 3, 20; Hippocr. u. Sp., auch ὀμμάτων, Glanz, Plut. Symp. 4, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρότης: -ητος, ἡ, πάχος, παχύτης, ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 11, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 1· - ἐν τῷ πληθ., παχεῖαι οὐσίαι, Ἱππ. Προγν. 40. II. λαμπρότης, ὀμμάτων Πλούτ. 2. 670Ε.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat (des yeux).
Étymologie: λιπαρός.