Λάχεσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Λάχεσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς [[θεότης]] τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. [[Κλωθώ]]. ΙΙ. ὡς προσηγορ., [[κλῆρος]], [[μοῖρα]], [[προορισμός]], [[Βάκις]] παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.
|lstext='''Λάχεσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς [[θεότης]] τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. [[Κλωθώ]]. ΙΙ. ὡς προσηγορ., [[κλῆρος]], [[μοῖρα]], [[προορισμός]], [[Βάκις]] παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.
}}
{{bailly
|btext=εως, <i>ion.</i> -ιος (ἡ) :<br />Lachésis, <i>l’une des trois Parques</i>.<br />'''Étymologie:''' v. [[λάχεσις]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λάχεσις Medium diacritics: Λάχεσις Low diacritics: Λάχεσις Capitals: ΛΑΧΕΣΙΣ
Transliteration A: Láchesis Transliteration B: Lachesis Transliteration C: Lachesis Beta Code: *la/xesis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, Ion. ιος, ἡ, (λαχεῖν) Lachesis, one of the three Fates,

   A Disposer of lots, Hes.Th.218, Sc.258, Pi.O.7.64, etc.; as the goddess of distribution, Plu.2.644a, cf. Arist.Mu.401b20.    II as Appellat., lot, destiny, Bacis ap. Hdt.9.43: pl., Μοιρῶν Λαχέσεων IG 5(1).602.8 (Sparta, iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Λάχεσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς θεότης τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. Κλωθώ. ΙΙ. ὡς προσηγορ., κλῆρος, μοῖρα, προορισμός, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. -ιος (ἡ) :
Lachésis, l’une des trois Parques.
Étymologie: v. λάχεσις.