μαρμάρεος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμάρεος''': [μᾰ], -α, -ον, ([[μαρμαίρω]]) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, [[αἰγίς]], [[ἄντυξ]] Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· [[ὡσαύτως]] ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα [[θάλασσα]], Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, [[μαρμάρινος]], [[λίθος]] Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· [[στήλη]] [[αὐτόθι]] 625· [[δόμος]] Ἀνθ. Π. 6. 123.
|lstext='''μαρμάρεος''': [μᾰ], -α, -ον, ([[μαρμαίρω]]) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, [[αἰγίς]], [[ἄντυξ]] Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· [[ὡσαύτως]] ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα [[θάλασσα]], Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, [[μαρμάρινος]], [[λίθος]] Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· [[στήλη]] [[αὐτόθι]] 625· [[δόμος]] Ἀνθ. Π. 6. 123.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />brillant, rayonnant, resplendissant.<br />'''Étymologie:''' [[μαρμαίρω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρεος Medium diacritics: μαρμάρεος Low diacritics: μαρμάρεος Capitals: ΜΑΡΜΑΡΕΟΣ
Transliteration A: marmáreos Transliteration B: marmareos Transliteration C: marmareos Beta Code: marma/reos

English (LSJ)

α, ον,

   A flashing, gleaming, esp. of metals, αἰγίς, ἄντυξ, Il.17.594, 18.480; πύλαι Hes.Th.811; ἅλα μαρμαρέην the twinkling sea, Il.14.273; αὐγαὶ μ. Ar.Nu.287 (lyr.); ἄστρα Orph.Fr.168.13.    II of marble, λίθος IG7.2544 (Thebes); στήλη ib.14.1603; δόμος AP6.123 (Anyt.), cf. PRyl.227.16 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον, (μαρμαίρω) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, αἰγίς, ἄντυξ Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· ὡσαύτως ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα θάλασσα, Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, μαρμάρινος, λίθος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· στήλη αὐτόθι 625· δόμος Ἀνθ. Π. 6. 123.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
brillant, rayonnant, resplendissant.
Étymologie: μαρμαίρω.