μανικός: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ [[μανία]], [[παραφροσύνη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, [[παράφρων]] «τρελλός», [[μανιώδης]], Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) [[καθόλου]], [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· [[σωφρόνημα]] [[λίαν]] μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, [[στρύχνος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.
|lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ [[μανία]], [[παραφροσύνη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, [[παράφρων]] «τρελλός», [[μανιώδης]], Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) [[καθόλου]], [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· [[σωφρόνημα]] [[λίαν]] μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, [[στρύχνος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fou, insensé;<br /><b>2</b> qui trouble la raison;<br /><i>Cp.</i> μανικώτερος, <i>Sp.</i> μανικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνῐκός Medium diacritics: μανικός Low diacritics: μανικός Capitals: ΜΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: manikós Transliteration B: manikos Transliteration C: manikos Beta Code: maniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μανία)

   A of or for madness, mad, μ. πράγματα Ar.V. 1496; [νόσημα] Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl.424; -ωτέρα ἡδονή Pl.R.403a; ἡ-κή madness, Id.Phdr.244c; μανικόν symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.; νοσῶν τι μ. Timocl.6.12. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5; πυρέττειν Plu. Alex.75.    2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt.343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4; μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr.249d; ἔχειν Id.Sph.216d; ὰλόγως καὶ μ. Isoc.5.65, cf. Phld.Ir.p.82 W.    II disposed to madness, Pl.Smp.173d (dub.); unbalanced, Id.Sph.242a.    2 frenzied, enthusiastic, inspired, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po.1455 a33; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς -ώτερα ἤθη Id.Rh.1390b29; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr.954a36.    III Act., causing madness, στρύχνος (-ον) Thphr.HP9.11.5, Dsc.4.73, Gal.11.767; μανικόν, τό, = δορύκνιον, Plin.HN21.179, cf. Dsc.Alex.6; φάρμακα Plu.Arat.54.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνῐκός: -ή, -όν, (μανία) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, παράφρων, μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ μανία, παραφροσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, παράφρων «τρελλός», μανιώδης, Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) καθόλου, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· σωφρόνημα λίαν μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, στρύχνος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison;
Cp. μανικώτερος, Sp. μανικώτατος.
Étymologie: μαίνομαι.