μονόκωλος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόκωλος''': Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ [[μέλη]], [[ἄπιος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[κῶλον]] ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) [[καθόλου]], ὁ ενὸς εἴδους ὤν, [[μονομερής]], ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D. | |lstext='''μονόκωλος''': Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ [[μέλη]], [[ἄπιος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[κῶλον]] ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) [[καθόλου]], ὁ ενὸς εἴδους ὤν, [[μονομερής]], ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a qu’un membre <i>en parl. d’une période</i>;<br /><b>2</b> qui n’a qu’un étage.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κῶλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion.μουνό-, ον,
A with but one leg, of a fabulous race of men, Plin.HN7.23, Gell. 9.4. 2 with one stem, ἄπιος Thphr.CP2.15.5; φύλλον Id.HP9.18.8 (dub.). 3 of one story, οἰκήματα Hdt.1.179. 4 Subst., a bandage, for one limb, Sor.Fasc.57. 5 of periods, consisting of one clause, Arist.Rh.1409b17; also λόγος μ. Plu.2.7b, D.H.Dem.42; ὑπόθεσις Id.Th.6. 6 generally, of one kind, one-sided, ἔχει τὴν φύσιν μ., of nations, Arist.Pol.1327b35.
German (Pape)
[Seite 203] eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκωλος: Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ μέλη, ἄπιος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. κῶλον ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) καθόλου, ὁ ενὸς εἴδους ὤν, μονομερής, ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a qu’un membre en parl. d’une période;
2 qui n’a qu’un étage.
Étymologie: μόνος, κῶλον.